Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2009

Η κατάθλιψη στον Κινηματογράφο.

Ο μήνας κινηματογράφου της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρίας ξεκινά στις 31 Γενάρη
στον κινηματογράφο ΤΡΙΑΝΟΝ. Πατησίων και Κορδιγκγκτώνος.210-8222702.
Ο μήνας κινηματογράφου της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρίας, που οργανώνει ο κλάδος της Τέχνη και Ψυχιατρική και άρχισε τον Φεβρουάριο του 2007 στην Αθήνα, επαναλαμβάνεται και φέτος. Ο μήνας αυτός περιλάμβανε τέσσερις προβολές ταινιών, κάθε εβδομάδα, στον κινηματογράφο ΤΡΙΑΝΟΝ και με κεντρικό θέμα την ψύχωση. Μετά το πέρας των προβολών ακολουθούσε συζήτηση ανάμεσα στο κοινό και στους εισηγητές-ψυχιάτρους της εταιρίας αναφορικά ερωτήματα, προβληματισμούς, και ό,τι άλλο προέκυπτε από την ταινία.
Το εγχείρημα αυτό είχε αναπάντεχη επιτυχία, η προσέλευση ήταν μεγάλη, η συμμετοχή των μετεχόντων στις συζητήσεις σημαντική και ζωντανή, οι απορίες και οι απόψεις ποικίλες. Η επιτυχία αυτή επιβεβαιώνει τις αρχικές μας σκέψεις, ότι η τέχνη με τη δική της γλώσσα, καθώς απεικονίζει τη βίωση των πραγμάτων μέσα στην πραγματικότητα της ζωής, με την συναισθηματική φόρτιση και τη συγκίνηση, με το παράλογο ή το συμβολικό στοιχείο της και με την ευχαρίστηση που συγχρόνως προσφέρει, ανοίγει δρόμους προς τις βαθύτερες περιοχές της ανθρώπινης ύπαρξης και σκέψης. Η τέχνη περιγράφει ανθρώπους και γεγονότα σαν να είναι πραγματικότητα. Συγχρόνως σχολιάζει αυτά που περιγράφει, προσπαθώντας να επισημάνει τους λόγους για τους οποίους συμβαίνουν και το κρυφό τους νόημα. Εξ άλλου, η υψηλής ποιότητας τέχνη μπορεί και συλλαμβάνει αλήθειες, τις οποίες η επιστήμη ίσως δεν έχει ακόμα κατακτήσει.
Έτσι λοιπόν ο άμεσος επιστημονικός λόγος που ακολουθεί, δηλαδή η συζήτηση και ο σχολιασμός του φιλμ, επεξεργάζεται με τον δικό του τρόπο τα βιωματικά στοιχεία, που προσφέρει το φιλμ, ανοίγει δρόμους στη σκέψη και ολοκληρώνει το νόημα και τη γνώση σχετικά με το θέμα.
Ο φετινός κύκλος θα έχει σαν θέμα την κατάθλιψη. Θα προβληθούν οι παρακάτω ταινίες:
Η PERSONA (1966) είναι η πιο γνωστή ίσως δημιουργία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και αποτελεί την επιτομή της μπεργκμανικής φιλοσοφίας αλλά και αισθητικής. Μια αισθητική όμως με νόημα και πληρότητα στους αντίποδες της γκονταρικής αντίληψης και γραφής. Η Ελίζαμπετ Βόγκλερ (Λίβ Ούλμαν) μια σπουδαία ηθοποιός, μετά την ερμηνεία της στην Ηλέκτρα, αποσύρεται στην απομόνωση και τη σιωπή, αποτέλεσμα έντονων καταθλιπτικών φαντασιώσεων και ψυχικών διεργασιών. Την επίβλεψη της αναλαμβάνει η Άλμα (ψυχή) μια νεαρή και άπειρη νοσηλεύτρια (Μπίμπι Άντερσον). Επομένως περισσότερο ευάλωτη. Καταφεύγουν σε ένα παραθαλάσσιο θέρετρο όπου αναδύεται η μοναξιά, η αποξένωση και η ανικανότητα να πλησιάσουν η μια την άλλη. Το δράμα της απελπισίας και της σιωπής, το δράμα του σώματος οδηγεί σταδιακά την Άλμα σε μια επικίνδυνη ταύτιση με την Ελίζαμπετ. Τελικά οι ψευδαισθήσεις καταρρέουν ενώ νικά η σιωπή και το ίδιο το σινεμά μέσα από ακραίους αλλά επιτυχημένους πειραματισμούς του σκηνοθέτη με την ίδια την τέχνη του κινηματογράφου σε μια πραγματικά μοντέρνα φιλμική κατασκευή.
ΟΙ ΩΡΕΣ (2ΟΟ2). Το φιλμ περιγράφει τη ζωή τριών γυναικών, οι οποίες εμφανίζουν συμπτώματα κατάθλιψης με ιδέες αυτοκτονίας δικές τους ή ακόμα και δικών τους ανθρώπων. Η Βιρτζίνια Γουλφ υποφέρει από διπολική διαταραχή. Η κατάθλιψή της τονίζεται σε όλο το φιλμ με εναλλαγές ανάμεσα στη μελαγχολία και σε εξάρσεις μανίας, με υπερένταση, ευερεθιστότητα, πολύωρο γράψιμο(για το βιβλίο της) και αϋπνία. Το φιλμ ξεκινά και τελειώνει με την αυτοκτονία της. Η Λάουρα, αινιγματικός χαρακτήρας, αλλά σαφώς καταθλιμμένη, κλαίει συχνά μόνη της, είναι πολύ ενοχική και επικριτική με τον εαυτό της και καταβάλλεται υπερβολικά από απλές καθημερινές εργασίες. Για να αντιμετωπίσει αυτές τις δυσκολίες της ζωής της, αντί να αυτοκτονήσει, εγκαταλείπει την οικογένειά της και φεύγει για τον Καναδά. Η Τρίτη, η Κλαρίσα, προσπαθεί να καλύψει τον εσωτερικό της πόνο εντυπωσιάζοντας τους άλλους και οργανώνοντας ένα πάρτυ για τον πρώην εραστή της, ο οποίος πάσχει από Αίιτζ και ο οποίος στο τέλος αυτοκτονεί. Συνδετική φανταστική μορφή των τριών γυναικών είναι η κα Νταλογουέη, ηρωίδα του μυθιστορήματος της Γουλφ.

Το φιλμ SYLVIA (2003) αναφέρεται στη ζωή της γνωστής Αμερικανίδας ποιήτριας Sylvia Plath. Βλέπουμε την ποιήτρια την εποχή που βρίσκεται στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, για μεταπτυχιακές σπουδές. Είναι ένα δραστήριο ταλαντούχο κορίτσι, της αρέσει η διασκέδαση και είναι πολύ όμορφη. Στο Cambridge γνωρίζει πολλές απογοητεύσεις, για την ποιητική της δημιουργία. Γνωρίζει όμως έναν συμφοιτητή της, επίσης ποιητή, τον οποίον ερωτεύεται και σύντομα παντρεύονται. Πηγαίνουν να ζήσουν στην Αμερική, όπου το έργο του συζύγου της αναγνωρίζεται, όχι όμως και το δικό της. Όταν όμως υποπτεύεται τον σύζυγό της ότι την απατά, τότε παρουσιάζει μία βαθειά μελαγχολική κρίση και συγχρόνως γράφει σημαντικά ποιήματα. Όταν μαθαίνει ότι ο σύζυγός της περιμένει παιδί από την ερωμένη του, αρχίζει να καταστρώνει την αυτοκτονία της. Τακτοποιεί τα παιδιά της ετοιμάζοντάς τους ακόμα και το πρωϊνό τους. Μετά ανοίγει το γκάζι και αυτοκτονεί.

Η τέταρτη ταινία, Η ΦΛΟΓΑ ΠΟΥ ΤΡΕΜΟΣΒΗΝΕΙ (1963) έχει ως θέμα το τελευταίο 24ωρο της ζωής ενός νέου άντρα, του Αλαίν, αλκοολικού σε θεραπεία αποτοξίνωσης, ο οποίος έχει αποφασίσει να αυτοκτονήσει. Είναι φανερή η επαναλαμβανόμενη αποτυχία του να βρει ένα στήριγμα στις σχέσεις του με τους άλλους, τους παλιούς του φίλους και φίλες, τον γιατρό του, κλπ. Οι σχέσεις μοιάζουν να ξεφτίζουν και να εξαντλούνται, καθώς, ούτε ο ίδιος ούτε και οι άλλοι φαίνονται να υπολογίζουν αληθινά σ’ αυτές και οι συναντήσεις μένουν σε μια οδυνηρή επιφάνεια. Θα παρακολουθήσουμε επίσης την φοβερή αγωνία του Αλαίν, καθώς οδηγεί βήμα-βήμα τον εαυτό του προς το προαποφασισμένο τέλος του. Το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η ταινία, δηλαδή το ομώνυμο μυθιστόρημα του Ντριε Λα Ροσέλ, είχε ως αφορμή την αυτοκτονία του σουρεαλιστή ποιητή (και φίλου του συγγραφέα) Ζακ Ριγκό το 1929.

Οι ταινίες θα προβάλλονται στον κινηματογράφο ΤΡΙΑΝΟΝ κάθε Σάββατο στις 12 το μεσημέρι στις εξής ημερομηνίες:
31/1/09 «PERSONA» (1966) του Ίγκμαρ Μέργκμαν.
Συζητητές: Νίκος Τζαβάρας, ψυχίατρος, Στέλιος Κρασανάκης, ψυχίατρος, Ρούλα Πατεράκη, ηθοποιός-σκηνοθέτης.
7/2/09 «ΟΙ ΩΡΕΣ» (2002) του Stephen Daldrey.
Συζητητές: Μαρία Διαλυνά, ψυχίατρος, Ηλίας Βλάχος, Ψυχίατρος, Χρήστος Δήμας, σκηνοθέτης.
14/2/09 «SYLVIA» (2003) της Christin Tzefs.
Συζητητές: Τάσος Ψιμάρας, ψυχίατρος, Λήδα Ξενάκη, ψυχίατρος, Όλια Λαζαρίδου, ηθοποιός.
21/2/09 «Η ΦΛΟΓΑ ΠΟΥ ΤΡΕΜΟΣΒΗΝΕΙ» (1963) του Loui Malle.
Συζητητές: Γρηγόρης. Μανιαδάκης, ψυχίατρος, Γιώργος. Μποτονάκης, ψυχίατρος, Σταύρος Ψυλλάκης, Σκηνοθέτης.
Οι προβολές θα γίνονται στις 12 το μεσημέρι. Τιμή εισιτηρίου, 5 €.






Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2009

Συμβασιούχοι στην οικονομική ζωή του τόπου.






Κρίση υστερήσεων
Η ελληνική οικονομία περνάει μία από τις μακροβιότερες κρίσεις στην ιστορία των κρατών. Ηδη από τα τέλη της δεκαετίας του '60 η αλματώδης ανάπτυξη της μεταπολεμικής περιόδου, που στηρίχτηκε κατά κύριο λόγο στον οικοδομικό οργασμό, τα δημόσια έργα, το ναυτιλιακό και τουριστικό συνάλλαγμα, τα εμβάσματα των μεταναστών και πολύ λιγότερο στην ανάπτυξη μιας ιδιωτικής βιομηχανίας και γεωργίας, αρχίζει και υποχωρεί.



Στη διάρκεια αυτής της περιόδου δημιουργείται όχι απλώς μια νέα τάξη πλούσιων και μικρομεσαίων, αλλά και η νοοτροπία της βδέλλας πάνω στο ελληνικό δημόσιο. Πάνω στην παραγωγή του κοινωνικού συνόλου. Ταυτόχρονα, καθιερώνεται η πρακτική των θαλασσοδανείων στο ιδιωτικό κεφάλαιο, που, με λίγες εξαιρέσεις, προτιμάει να καρπούται τα λεφτά για προσωπικές καταθέσεις και πλουτισμό παρά να τα επενδύει, επεκτείνοντας και δυναμώνοντας τις επιχειρήσεις.



Από τη δική του πλευρά το Δημόσιο, με την καθοδήγηση του κυβερνητικού πελατειακού συστήματος, κλείνει το μάτι σε κάθε μεγάλο φοροφυγά, δημιουργεί στρατιά αργυρώνητων ανεξέλεγκτων εισπρακτόρων και, με τη νοοτροπία ότι τα λεφτά δεν είναι δικά του «αλλά του κορβανά», αδιαφορεί, κακοδιαχειρίζεται, σπαταλάει την περιουσία του υπόλοιπου λαού.



Στη μέση αυτής της κατάστασης, οι πολίτες διαπιστώνουν ότι εξακολουθούν να μην είναι κύριοι του κράτους τους, αλλά φόρου υποτελείς, που για να «συγκυβερνήσουν» πρέπει είτε να πληρώνουν χαράτσια, κοινώς λαδώματα, είτε να ενταχθούν στον διεφθαρμένο μηχανισμό της εξουσίας.





Περισσότερο κι απ' τα οικονομικά αποτελέσματα, το σημαντικό είναι ότι ριζώθηκε αυτή η νοοτροπία, πάνω στην οποία στηρίχτηκε (τρόπος του λέγειν) η ελληνική οικονομία.



Μια νοοτροπία, που θριάμβευσε ακόμα και σε κείνους τους τομείς, όπου απουσίαζε ή ήταν μειοψηφούσα, από την εποχή που η ανακατανομή του πλούτου μετά το 1981 έγινε χωρίς κανόνες, σε συνθήκες που άγγιζαν το πλιάτσικο, με θρίαμβο όχι της δημόσιας και ιδιωτικής ανάπτυξης, αλλά της ανάπτυξης της παραοικονομίας, που ωφελούσε -και ωφελεί- τις ιδιωτικές τσέπες, καταβαραθρώνοντας τα συμφέροντα του συνόλου.





Η λιτότητα από το 1985 ήταν ένα από τα τιμήματα, που θα είχαν καταστροφικό χαρακτήρα και στην ανάπτυξη αν η Ελλάδα δεν ήταν γεωγραφικά σε τέτοια θέση, που να δεχτεί την ευεργετική είσοδο πάνω από 1.000.000 ξένων εργατών-μεταναστών, οι οποίοι κάλυψαν τις τρύπες της απουσίας του ελληνικού εργατικού δυναμικού, αλλά όχι και την απουσία του εξειδικευμένου.





Γιατί με τη σάπια και διεφθαρμένη υποδομή και με τη νοοτροπία όχι κοινωνίας, αλλά πεδίου μάχης αρπακτικών, ελάχιστες είναι οι επιχειρήσεις, δημόσιες και ιδιωτικές, που απορροφούν εξειδικευμένο υψηλής απαίτησης δυναμικό. Η κρατούσα νοοτροπία είναι από τη μία πλευρά της ήσσονος προσπάθειας και από την άλλη του ταχύτερου πλουτισμού με τα φθηνότερα μέσα.





Υπό αυτές τις συνθήκες η κρίση, που έτσι κι αλλιώς χτυπάει ένα παγκόσμιο σύστημα κατανάλωσης για την κατανάλωση και τζόγου, βρίσκει τη χώρα χωρίς όπλα να υπερασπιστεί την εργασία, το εισόδημα, την παραγωγή και την ασφάλεια της οικογένειας. Ενα σύστημα κοινωνίας δηλαδή και όχι ζούγκλας. Η κυβέρνηση, όπως και όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις, είναι η αποκλειστική υπεύθυνη γι' αυτή την κατάντια.





Οι πολίτες μπορεί να θέλουν να χτίζουν αυθαίρετα. Σημασία έχει αν τους επιτρέπεται να χτίζουν αυθαίρετα. Οχι μόνο σπίτια· αλλά τη ζωή τους σε βάρος της ζωής των συμπολιτών τους. Επομένως και σε βάρος της ζωής τους. Της ζωής μας.Σημασία έχει τι χτίζει για τους πολίτες η κάθε εντολοδόχος κυβέρνηση. Και σ' αυτό οι πολίτες δεν είναι αμέτοχοι.
Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ-ΤΕΤΡΑΔΗΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 19/01/2009

Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2009

Israel Killing Ippocrate.



In Gaza, a firing squad put Hippocrates up against a wall, aimed and fired. The absurd declarations of an Israeli secret services' spokesman, according to which the army was given the green light in firing at ambulances because they allegedly carried terrorists, is an illustration of the value that Israel assigns to human life these days – the lives of their enemies, that is. It's worth revisiting what's stated in the Hippocratic Oath, which every doctor swears upon before starting to practice the profession.
The following passages are especially worthy of note: "I solemnly pledge myself to consecrate my life to the service of humanity. I will practice my profession with conscience and dignity. The health and life of my patient will be my first consideration. I will cure all patients with the same diligence and commitment. I will not permit considerations of religion, nationality, race, party politics, or social standing to intervene between my duty and my patient."
Seven doctors and voluntary nurses have been killed from the start of the bombing campaign, and about ten ambulances were shot at by the Israeli artillery.
The survivors are shaking with fear, but refuse to take a step back. The crimson flashes of the ambulances are the only bursts of light in the dark streets of Gaza, bar the flashes that precede an explosion. Regarding these crimes, the last report comes from Pierre Wettach, chief of the Red Cross in Gaza. His ambulances had access to the spot of a massacre, in Zaiton, East of Gaza City, only 24 hours after the Israeli attack.
The rescue-workers state they found themselves faced by a blood-curdling scenario. "In one of the houses four small children were found near the body of their dead mother. They were too weak to stand on their feet. We also found an adult survivor, and he too was also too weak to stand up. About 12 corpses were found lying on the mattresses." The witnesses to this umpteenth massacre describe how the Israeli soldiers, after getting into the neighbourhood, gathered the numerous members of the Al Samouni family in one building and then proceeded to repeatedly bomb it. My ISM partners and I have been driving around in the Half Red Moon ambulances for days, suffering many attacks and losing a dear friend, Arafa, struck by a howitzer shot from a cannon. A further three paramedics, all friends, are presently inpatients at the hospitals they worked in until a few days ago. Our duty on the ambulances is to pick up the injured, not carry guerrilla fighters. When we find a man lying in the street in a pool of his own blood, we don't have the time to check his papers or ask him whether he roots for Hamas or Fatah. Most seriously injured can't talk, much like the dead. A few days ago, while picking up a badly wounded patient, another man with light injuries tried to hop onto the ambulance. We pushed him out, just to make it clear to whoever's watching from up above that we don't serve as a taxi to usher members of the resistance around. We only take on the most fatally wounded – of which there's always a plentiful supply, thanks to Israel.
Last night at Al Qudas hospital in Gaza City, 17-year-old Miriam was carried in, with full-blown labour pains. Her father and sister-in-law, both dead, had passed through the hospital in the morning, both victims of indiscriminate bombing. Miriam gave birth to a gorgeous baby during the night, not aware of the fact that while she lay in the delivery room, her young husband had arrived in the morgue one floor below her.
In the end, even the United Nations realised that here in Gaza, we're all in the same boat, all moving targets for the snipers. The death toll is now at 789 dead, 3,300 wounded (410 in critical conditions), 230 children killed and countless missing. The death toll on the Israeli side has thankfully stopped at 4. John Ging, chief of UNRWA (UN agency for the rights of Palestinian Refugees) has stated that the UN announced they shall suspend their humanitarian activities in the Gaza Strip. I bumped into Ging in the Ramattan press office and saw him shake his finger with disdain at Israel before the cameras. The UN stopped its work in Gaza after two of its operators were killed yesterday, ironically during the three-hour truce that Israel had announced and as usual, had failed to comply with. "The civilians in Gaza have three hours a day at their disposal in which to survive, the Israeli soldiers have the remaining 21 in which to try and exterminate them", I heard Ging state two steps away from me.
Yasmine, the wife of one of the many journalists waiting in line at the Erez pass, wrote to me from Jerusalem. Israel won't grant these journalists a pass to let them in and film or describe the immense unnatural catastrophe that has befallen us in the last thirteen days. These were her words: " The day before yesterday I went to have a look at Gaza from the outside. The world's journalists are all huddled on a small sandy hill a few km from the border. Innumerable cameras are pointed towards us. Planes circle us overhead – you can hear them but you can't see them. They seem like illusions, like something in your head until you see the black smoke rising from the horizon, in Gaza. The hill has also become a tourist site for the Israelis in the area. With their large binoculars and cameras, they come and watch the bombings live."
While I write this piece of correspondence in a mad rush, a bomb is dropped onto the building next to the one I'm in now. The windowpanes shake, my ears ache, I look out the window and see that the building gathering the major Arabic media agencies has been struck. It's one of Gaza City's tallest buildings, the Al Jaawhara building. A camera crew is permanently stationed on the roof, I can now see them all bending around on the ground, waving their arms and asking for help as they're covered by a black cloud of smoke.
Paramedics and journalists, the most heroic occupations in this corner of the world. At the Al Shifa hospital yesterday I paid Tamim a visit – he's a journalist who survived an air raid. He explained how he thinks that Israel is adopting the same identical terrorist techniques as Al-Qaeda, bombing a building, waiting for the journalists and ambulances to arrive and then dropping another bomb to finish the latter two off as well. In his view that's why there've been so many casualties among the journalists and paramedics. As he said this, the nurses around his bed all nodded in agreement. Tamim smilingly showed me his two stubs for legs. He was happy he was still around to tell the story, while his colleague, Mohammed, had died with a camera in his hand when the second explosion had proved fatal. In the meantime I asked about the bomb that was just dropped on the building next door, where two journalists, both Palestinian, one from Libyan TV and the other from Dubai TV, were injured. This is a harsh new reminder that this massacre must in no way be described or recorded. All that's left for me to hope is that among the Israeli military summit no one reads Il Manifesto, or habitually visits my blog.